- ἰδικά
- ἰδικόςspecialneut nom/voc/acc plἰδικά̱ , ἰδικόςspecialfem nom/voc/acc dualἰδικά̱ , ἰδικόςspecialfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἰδικάς — ἰδικά̱ς , ἰδικός special fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Византийские логофеты — Основная статья: Логофет Логофеты в Византийской империи (др. греч. οἱ λογοθέται) являлись, по сути, налоговыми агентами, ответственными за сбор налогов и проверку финансовой деятельности различных государственных служб. Они также контролировали… … Википедия
ελέμιο — και ελεμί, το 1. ρητίνη μαλακή που προέρχεται από διάφορα δέντρα τού γένους ίδικα και χρησιμοποιείται για κατασκευή αλοιφών 2. φρ. «ελεμί τών Αντιλλών» κόμμι που παράγεται από δέντρο τού γένους βουρσέρα … Dictionary of Greek